τσεγκέλι

τσεγκέλι
το
βλ. τσιγκέλι, το.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τσιγκέλι — τσιγκέλι, το και τσεγκέλι, το (λ. τουρκ.) 1. σιδερένιο άγκιστρο για κρέμασμα κρεάτων, γάντζος, αρπάγη. 2. σιδερένιο εργαλείο με πολλά άγκιστρα για τράβηγμα αντικειμένων από πηγάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”